Ὕπατος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπατος — highest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύπατος — Ρωμαϊκό αξίωμα. Βλ. λ. υπατεία. * * * (I) η, ο / ὕπατος, άτη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. υπέρτατος, ύψιστος, ανώτατος, μέγιστος (α. «ανήλθε στο ύπατο αξίωμα τής χώρας» β. «θεῶν ὕπατος», Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο ύπατος·βλ. ύπατος (II) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
Ύπατος, Ιωάννης — Μεταβυζαντινός ζωγράφος του 17ου αι. Στα 1682 διακόσμησε τον νάρθηκα της μονής της Καισαριανής με πολυπρόσωπες συνθέσεις κατά τα παλαιολόγεια πρότυπα … Dictionary of Greek
Ὑπάτω — Ὕπατος masc nom/voc/acc dual Ὕπατος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπάτω — ὕπατος highest masc/neut nom/voc/acc dual ὕπατος highest masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπάτων — ὕπατος highest fem gen pl ὕπατος highest masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπατον — ὕπατος highest masc acc sg ὕπατος highest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπάταις — ὕπατος highest fem dat pl ὑπάτη the highest of the three strings fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπάτη — ὕπατος highest fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὑπάτη the highest of the three strings fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)